θύννα

θύννα
θύνν-α, ης, ,
A female tunny, θύνναν f.l. in Hippon.35.2:

θύννης Antiph.129.4

, Archestr.Fr.37.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θύννα — θύννα, ἡ (ΑΜ) ο θηλυκός τόν(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. τού θύννος*] …   Dictionary of Greek

  • θυννάς — θυννάς, ἡ (Α) μικρή θύννα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννα κατά τα καρκιν άς, περκ άς] …   Dictionary of Greek

  • θυννίς — και θύννα, ἡ (Α) βλ. θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα αλεκτορ ίς, θυγατρ ίς] …   Dictionary of Greek

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”